- ισοκόρυφος
- ἰσοκόρυφος, -ον (Α)1. αυτός που έχει ίση κορυφή, ίσο ύψος, ισοϋψής2. μτφ. αυτός που έχει ίση αξία, ίση σημασία με κάποιον άλλο, ισάξιος, ισοδύναμος («ἰσοκόρυφοι πόλεις», Δίον. Αλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)-* + -κόρυφος (< κορυφή), πρβλ. μεγαλο-κόρυφος, μελαγ-κόρυφος].
Dictionary of Greek. 2013.